χαριστήριος

χαριστήριος
-ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε έκφραση ευχαριστίας, ευχαριστήριος («θυσίας χαριστηρίους τοῖς θεοῖς ποιεῖσθαι», Δίον. Αλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριστήριον
ευχαριστήρια προσφορά
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριστήρια
(ενν. ἱερά) θυσία και, γενικά, γιορτή για έκφραση ευχαριστίας («ὥστε τῷ Ἀπόλλωνι ἄλλα μοι δοκῶ χαριστήρια ὀφείλησειν», Ξεν.).
επίρρ...
χαριστηρίως Α
με χάρη, με κομψότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, -ομαι + κατάλ. -τήριος (πρβλ. βασανισ-τήριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαριστήριος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστηρίως — χαριστήριος of adverbial χαριστήριος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστήριον — χαριστήριος of masc/fem acc sg χαριστήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστηρίοις — χαριστήριος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστηρίου — χαριστήριος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστηρίους — χαριστήριος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστηρίων — χαριστήριος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστήρια — χαριστήριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστήριοι — χαριστήριος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχαριστήρια — τὰ, Α γιορτή ευχαριστιών προς την Αθηνά κατά την έναρξη τού αθηναϊκού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χαριστήριος (< χαρίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”